Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009
Fight Club
(O Τyler απαντά στην ερώτηση με ποιόν διάσημο θα ήθελε να πλακωθεί)
Προφανώς είναι λάθος να χαρακτηρίζεις το fight club cult ταινία, αφού –ως γνωστόν- είναι βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του ιδιοφυούς Αμερικανού συγγραφέα Chuck Palahniuk. Τσακ Πόλανικ κατά πολλούς. Επειδή όμως δεν είναι δυνατό να απουσιάζει από τη λίστα, here we go.
O ανώνυμος πρωταγωνιστής είναι ένας 30something εμπειρογνώμονας αυτοκινητιστικών ατυχημάτων που δουλεύει σε μια μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία. Η εξειδίκευσή του είναι να αναλύει το κέρδος ή τη ζημιά ανάλογα με τους νεκρούς που προκαλεί το κάθε μοντέλο σε συνάρτηση με ορισμένα χαρακτηριστικά ασφαλείας που διαθέτει ή δεν διαθέτει το αυτοκίνητο που σχετίζεται με το εκάστοτε ατύχημα. (Πρέπει να είναι η μεγαλύτερη και πλέον βαρετή πρόταση που έχω γράψει ποτέ). Έχοντας πολύ καλό μισθό, εξάρτηση από τους καταλόγους Ικεα, πάθος με άχρηστα αντικείμενα σπιτιού και μια αξιοσέβαστη συλλογή από γραβάτες, ο υλιστής μας, γνήσιο τέκνο του σύγχρονου καπιταλιστικού -υπερκαταναλωτικού «πολιτισμού» κλπ, πάσχει από ακραία αϋπνία και νιώθει εντελώς κενός. Έτσι, βρίσκει διέξοδο σε συλλόγους ανδρών με καρκίνο του προστάτη, ετοιμοθάνατους ανθρώπους με διάφορες ανιάτες ασθένειες κλπ κλπ. Κάποια στιγμή νιώθει και την απόλυτη ανακούφιση κλαίγοντας πάνω στα ιδρωμένα βυζιά ενός πρώην μποντυμπιλντερα της tv που έχει ανάποδες ορμόνες. Σε κάποια από τις θλιβερές συγκεντρώσεις θα γνωρίσει τη Μάρλα, που δεν τον αφήνει να απολαύσει ελεύθερα τη συμμετοχή του σε αυτές, και η οποία μαζεύει από τα σκουπίδια φορέματα παράνυφων και χαίρεται μόνη της και είναι βγαλμένη από φιλμ νουαρ και κλέβει γεύματα από τη υπηρεσία για τους άστεγους και έχει δονητές στο δωμάτιό της.
Αφού γνωρίσει τον Τάηλερ Ντερντεν όμως, έναν ιδιόρρυθμο αλλά πολύ ενδιαφέροντα τύπο, ιδιοκτήτη της σαπουνοποιίας “Paper Street”, η «ζωή» του θα αλλάξει, κυρίως μετά και τη μυστηριώδη ανατίναξη του πολυτελούς του loft...
Είναι πολύ δύσκολο να αναφέρεις τις αλήθειες που βγάζει το fight club για τη ζωή και την καθημερινότητα. Αναρίθμητοι είναι αυτοί που ενοχλήθηκαν γιατί ακριβώς ασχολήθηκε με τον τρόπο ζωής τους. Σκηνές όπως αυτή που ο Τάηλερ απειλεί με ένα πιστόλι στο στόμα κάποιον τυχαίο υπάλληλο μινι-μάρκετ και τον αναγκάζει να ακολουθήσει το επάγγελμα που θέλει, έχουν απύθμενο βάθος παρά τη βιαιότητα της εικόνας. Αν και ουτοπικό, στον απώτερο στόχο του το project mayhem εκφράζει ίσως την τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας. Ο αναρχικός Τάηλερ πραγματεύεται με το σχέδιο αυτό την ολική καταστροφή του καταναλωτικού πολιτισμού, όχι όμως άνευ αιτίας.
«Ονειρεύομαι την αυγή του νέου πολιτισμού, όπου άνθρωποι με προβιές θα σκαρφαλώνουν στις φυλλωσιές του Ροκφέλερ σέντερ», θα πεί κάποια στιγμή, με σαφή προσανατολισμό εναντίον των μεγαλοεταιρειών-οι αναφορές είναι πολλές σε όλο το βιβλίο. Τρομακτικό και συνάμα προφητικό, γιατί συνέπεσε με την πτώση των δίδυμων πύργων (ορισμένοι επίσημοι φορείς κατηγόρησαν ευθέως τον Palahniuk για συμμέτοχή στην επίθεση της 9\11 και προαγωγή της τρομοκρατίας!*) και μετέτρεψε το κύτταρο του καταναλωτισμού στον υπέρτατο εχθρό του, έναν συνηθισμένο γιάπη σε τρομοκράτη (παρέχοντας μεταξύ άλλων και οδηγίες για κατασκευή μινι-ναπαλμ από πριονίδια και χυμό πορτοκαλιού). Μέσα σε ένα απολύτως αναρχικό περιβάλλον τακτικές τρομοκρατίας και απολυταρχισμού κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους, εκμηδενίζοντας έτσι τα πάντα και με αυτό τον τρόπο. Σαφώς μηδενιστικό, σε παρασύρει σε μια δίνη όπου καθημερινές «αξίες» διαλύονται με έναν απόλυτα λογικό τρόπο. Ο Palahniuk μέσω του Τάηλερ είναι αδυσώπητος για την ανθρώπινη φύση, τις αδυναμίες, τις ηλίθιες πεποιθήσεις, τα πρέπει, ακόμα και την ατομική ανασφάλεια και σε καλεί να συνειδητοποιήσεις επιτέλους τι πραγματικά είσαι.
Αν και το τέλος που επέλεξε ο σκηνοθέτης Fincher είναι εντελώς διαφορετικό από το βιβλίο, εύκολα θα μπορούσε να είναι και επιλογή του Palahniuk.
*: Ειδικά η αναφορά στο “ground zero” που σχολιάζει ο Τάηλερ Ντέρντεν (σχετικά με τον ατομικό «πάτο» που μπορεί να πιάσει κάποιος) έγινε αιτία ασύλληπτων τραγελαφικών κατηγοριών εις βάρος του Palahniuk, ο οποίος ήταν ήδη στο στόχαστρο της κυβέρνησης Bush λόγω παλαιότερων δηλώσεών του.
ΜΗΝ ΤΟ ΔΕΙΤΕ ΑΝ: νομίζετε ότι είστε απολύτως ικανοποιημένος με τη ζωή σας, σας απωθεί η βία, πιστεύετε στο «ηρεμία, τάξη και ασφάλεια», είστε μαζί με κοπέλα (απλά θα ουρλιάξει μόλις δει τον Πιτ ημίγυμνο-καταματωμένο, και δικαίως).
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΝ: θέλετε να αφήσετε τη μίζερη δουλειά σας, είστε έξυπνα σκεπτόμενος, ακούτε φωνές χωρίς να υπάρχει ψυχή γύρω σας, είστε έτοιμος να βγείτε σε πορεία.
Tyler Durden
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009
THIS IS SPINAL TAP
του Rob Reiner.
ΤΙ ΠΑΙΖΕΙ; Hard Rock.
Ημιτελειωμένοι (σε εγκεφαλικά κύτταρα και καριέρα) ατάλαντοι ροκάδες ξεκινούν αμφιβόλου επιτυχίας περιοδεία στις ΗΠΑ, ακολουθούμενοι από τηλεοπτικό συνεργείο για το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ. Στην πορεία από τα Τάρταρα του ροκ μέχρι τη Γη της Μουσικής Επαγγελίας, όπου όλοι οι τελειωμένοι λατρεύονται σαν θεοί, κυριαρχεί μια άβυσσος από spandex, απαίσιους στίχους, ντράμερ που πεθαίνουν από αυτόματη ανάφλεξη, ενισχυτές που όμοιοι τους δεν υπάρχουν και πολύ, μα πολύ γέλιο.
Το Spinal Tap δεν είναι απλά μια ανούσια καλτ ταινία. Είναι ένα ευφέστατο rock/mock-umentary που αλλάζει τον αδόξαστο της hard rock/heavy metal σκηνής των δεκαετιών '70-'80, σατιρίζοντας τόσο την sex-drugs-rock'n'roll νοοτροπία των μουσικών όσο και τον τρόπο με τον οποίο γυρίζονταν τα μουσικά ντοκιμαντέρ τότε.
Οι χαρακτήρες, υπερβολικοί και άνιωθοι, είναι απολαυστικοί, οι διάλογοι (οι περισσότεροι σε φάση αυτοσχεδιασμού, αφού το σενάριο της ταινίας περιείχε μόνο την βασική πλοκή) σε κάνουν να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια, οι subtle (και όχι μόνο) αναφορές σε γνωστά συγκροτήματα και μουσικούς, όπως οι Led Zeppelin και οι Black Sabbath πάμπολλες και τα τραγούδια... μεγαλείο αταλαντοσύνης.
Σε μικρούς ρόλους η Fran Drescher (ναι, η τηλεοπτική “νταντά”, η οποία έχει και εδώ τη σπαστική φωνή) και η Αντζέλικα Χιούστον.
ΤΙ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ; Εξαρτάται από το είδος μάνας. Αν η μάνα σου ήταν/είναι ροκού, ίσως να το δείτε μαζί. Δεν προτείνεται η θέαση με μαμά-ταπεράκι ή κουλτουρομαμά.
ΔΕΣ ΤΟ ΑΝ: Σου την σπάνε οι μπάντες στο myspace ή αν, παρόλο που έχεις μπάντα στο myspace, έχεις χιούμορ και σου αρέσει ο (αυτο)σαρκασμός.
ΜΗΝ ΤΟ ΔΕΙΣ ΑΝ: Έχεις μπάντα στο myspace και νομίζεις ότι κάνεις κάτι πρωτότυπο. Ή, αν έχεις πιει/φάει πολύ πιο πριν, εκτός αν θες να γεμίσεις τον τόπο μισοχωνεμένη μπίρα ή φαϊ από τα γέλια (και ποιος ακούει τη μάνα σου μετά...).
Marla Marlowe
Oι μαμάδες
Δε θα ήταν σωστό να έχουμε ένα blog με μόττο “films you love and your mother hates” χωρίς ούτε μία αναφορά στις μαμάδες, αυτά τα έξοχα πλάσματα που έδωσαν το 50% του DNA τους, μας κουβάλησαν μέσα τους για εννέα μήνες, και μας όπλισαν με παιδεία, χαρακτήρα και πολλά κόμπλεξ για να βγούμε κι εμείς κάποια στιγμή στον κόσμο και να συνεχίσουμε την ένδοξη δυναστεία του ανθρώπινου γένους στον πλανητη Γη, τουλαχιστον μεχρι το 2012.
Υπαρχουν πολλα ειδη μαμάδων, αλλά οι κυριότερες κατηγορίες είναι οι εξής:
1. Η μαμά-ταπεράκι: η κλασική μαμά, που μόλις ήρθες στον κόσμο τα παράτησε όλα κι έγινε άγγελος-προστάτης σου, και πιθανώς να μείνει έτσι μέχρι να φτάσεις στην ηλικία που θα υποφέρεις από τον προστάτη σου (κυριολεκτικά). Συνήθως παντρεύεται μικρή και τριανταφυλλένια (“εγώ άλλον άντρα δε γνώρισα εκτός από τον πατέρα σου”), ασχολείται με τα οικιακά και για αυτό ό,τι αποκλίνει από τα απλά και απτά πράγματα, όπως π.χ. τι φαϊ θα μαγειρέψει και με ποιον τα έφτιαξε πάλι η κόρη της κυρίας Σούλας, τής φαίνεται ΕΞΩΓΗΙΝΟ. Είναι η μαμά που, αν νοιάζεσαι για την ψυχική της υγεία, δε θα την βάλεις να δει καμιά, μα καμιά ταινία από αυτές που θα γράφονται εδώ. Επίσης, είναι μαμά υπό εξαφάνιση, καθώς τα δεδομένα έχουν αλλάξει ριζικά στην κοινωνία μας. Μπορείς ήδη να αρχίσεις να πουλάς τα ταπεράκια στο e-bay.
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ: Φαϊ. Φαϊ. Πολύ φαϊ. Καθαρά ρούχα. Και φαϊ.
ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΗΣ: Τα παραπάνω. Δε λέει να μείνεις στο στάδιο του μπέμπη μέχρι τα 40. Η αιώνια παθητικότητα ραδικιού που έχει όταν ανάβουν τα αίματα στο σπίτι ή γίνεται κάποια σοβαρή
συζήτηση. Επίσης, πότε θα παντρευτείς; Όλοι/ες οι φίλοι/ες σου άνοιξαν σπιτικό. Δε θα δει αυτή εγγονάκι;
1.b. Η μαμά-ταπεράκι\ ρέκβιεμ: Υποκατηγορία της απλής και καλής μαμάς-ταπεράκι.
Η μαμά αυτή δούλευε παλιά στου Λαμπρόπουλου (νυν νοτος γκαλεριζ) και είχε λαμπρές προοπτικές στο τμήμα καλλυντικών, ώσπου γνώρισε τον «άντρα της ζωης της» -στην πραγματικότητα τον πρώτο που τόλμησε να της την πέσει-και σταμάτησε την καριέρα της γιατί το σόι του γαμπρού θα την χαρακτήριζε πουτανάρα και τσουλα αν συνεχιζε να δουλεύει σ’εκείνο το μπορντέλο με τα φρου-φρου. Με την πάροδο των χρόνων πηρε πολλά κιλά και έχασε τις φίλες της λόγω ανασφάλειας. Αναπολεί συνεχώς το ένδοξο παρελθόν της (;) και δείχνει τις φωτογραφίες της από το γάμο, σχολιάζοντας παράλληλα το πόσο κούκλα ήταν και αναζητώντας επιβεβαίωση ότι ακόμα ειναι γυναικάρα, από το γιο της που μιλάει εκείνη τη στιγμή με τη γκόμενά του ή τρώει μετά από μια δύσκολη μέρα. Και οι 4 tv του σπιτιού είναι μόνιμα ανοιχτές και όταν δεν αποθεώνει το Λαζόπουλο χύνει χολή για τις «τσουλάρες» της σόουμπιζ.
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ: Φαινομενικά αξιαγάπητη και δημοφιλέστατη στους φίλους σου. Φαϊ και καθαρά ρούχα συνήθως προβλέπονται.
ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΗΣ: Η εμμηνόπαυση εχει πολλαπλάσιες αρνητικές επιπτώσεις πάνω της, ενώ έχει και εργοστασιακό θυρεοειδη, πηγή όλων των προβλημάτων του σύμπαντος. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσει σε κάτι ουσιαστικό και μάλλον ο τοίχος θα σου δώσει μεγαλύτερη προσοχή. Ανά 2 δευτερόλεπτα ρωτάει αν πάχυνε και αν έχει πετάξει κατι κάτω απο το μάτι της. Έχει την ικανότητα να πει τη μεγαλύτερη ασυναρτησία την στιγμή που τη ρωτάς αν έχει ζεστό νερό. Είναι παντελώς ακαλλιέργητη και σε ρωτάει συνεχώς αν σου αρέσει η Σακίρα ή η Βανδή.
2.H κουλτουρομαμά: Αυτή η μαμά έχει σπουδάσει, έχει ζήσει ταραγμένα χρόνια, έχει πολιτικοποιηθεί, έχει βγει στους δρόμους θυμωμένη, έχει διαβάσει πολιτική ιστορία και φιλοσοφία, έχει λιώσει σε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι και ό,τι άλλο έντεχνο σε -άκη. Συνήθως πρόκειται για παιδί της μεταπολίτευσης, οπότε η όποια επαναστατική διάθεση που είχε νέα, τώρα συνοψίζεται στο στίχο “περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις”. Όταν ήσουν παιδί σε έσερνε από το ωδείο στο κολυμβητήριο κι από τις ξένες γλώσσες στην κεραμική “για να διευρυνθούν οι ορίζοντες σου” και ποτέ μα ποτέ δε σου απαγόρεψε να διαβάσεις βιβλία από τη βιβλιοθήκη της. Έτσι, στα δώδεκά σου διάβαζες Πασκάλ Μπρυκνέρ και Μαργκερίτ Ντυράς. Και φυσικά, μεγάλωσες με Λιλιπούπολη.
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ: Ο παράδεισος του ανθρώπου που ψάχνεται (στα βασικά, τουλάχιστον), και πολύ καλός συζητητής για τα πάντα. Είναι ανεκτική στις εφηβικές σου μαλακίες (“πειραματίσου με τα πάντα εκτός από ναρκωτικά – το σεξ πάντα με προφύλαξη) και δε σε έπρηξε ποτέ για το τι ώρα θα γυρίσεις στο σπίτι.
ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΗΣ: Το ιντελεκτουέλ βλέμμα αποδοκιμασίας που ρίχνει όταν σε πιάνει να διαβάζεις επιστημονική φαντασία, να βλέπεις cult ταινίες ή να επιδίδεσαι σε παντός είδους douchebaggery. Καθετί μετά τα ενδοξα 70s δεν αποτελεί εξέλιξη, αλλά επιστροφή στη βαρβαρότητα.
3.Η μαμά-αμφεταμίνη: Τούτη δω η μητέρα είναι επίσης μορφωμένη, κι εκτός από το πτυχίο του πανεπιστημίου έχει και πτυχίο δρομέα. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς όλα πηγαίνουν ρολόι: αυτή πάντα ντυμένη στην τρίχα και με μαλλί κομμωτηρίου, η καριέρα της είναι σε god-level (AD&D edition, παρακαλώ), το σπίτι πάντα στην εντέλεια, έξοδος δυο φορές τη βδομάδα, ταξίδι στο εξωτερικό 3-4 φορές το χρόνο, άντρας, σκύλος και παιδιά, εντάξει. Επίσης, έχει την τάση να ονοματίζει με φράσεις που συνήθως περιλαμβάνουν τουλάχιστον μια αγγλική λέξη καθετί που κάνει: Το να βγει με συναδέλφους λέγεται “meeting εκτός γραφείου”, η ενασχόληση με την οικογένεια “quality time” και το να πάει κομμωτήριο “χρόνος για τον εαυτό μου”. Ακόμα και το να κάτσει λίγο να χαλαρώσει το λέει “brainstorming”, αν όχι “χάσιμο χρόνου” - έχει ένα θεματάκι με το χρόνο, για αυτό και το organizer είναι ο καλύτερός της φίλος. Γενικά, πρόκειται για τον Drizzt σε θηλυκή βερσιόν και στη δική μας διάσταση.
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ: Σε έχει βάλει από μικρό/ή στο νόημα της ζωής, το οποίο υπαγορεύει ευέλικτο δυναμικό. Αν και στην εποχή της, δεν ήταν φτηνό. Πιθανόν να ξέρεις ήδη τρεις γλώσσες και να τέλειωσες το πανεπιστήμιο στην ώρα σου. Και να έχεις και κορμάρα από το τρέξιμο.
ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΗΣ: Βγάζει φλύκταινες και μόνο στην ιδέα του ότι εσύ μπορεί να μη θες να κάνεις χίλια πεντακόσια μεταπτυχιακά, ή, ακόμα χειρότερα, ότι μπορείς και είσαι ΤΟΣΟ ΧΑΛΑΡΟΣ. Επίσης, το ότι για να της μιλήσεις λίγο, πρέπει να συμβουλευτεί πρώτα την ατζέντα της.
4.Η μαμά-ΠήτερΠαν: Αυτή εδώ η μαμά ανατράφηκε ως πριγκίπισσα και ακόμα πιστεύει στα παραμύθια. Είναι ψιλοαλαφροϊσκιωτη εκ πεποιθήσεως, την ελκύει το παράδοξο και θα γίνει η καλύτερη σου φίλη μέχρι να τελειώσεις το νηπιαγωγείο. Μετά, απλά σε ντροπιάζει, γιατί δεν μπορείς να ανεχτείς το γεγονός ότι έξω ο κόσμος καίγεται κι εκείνη ανησυχεί για το βασιλικό που ξέχασε να ποτίσει πάλι. Στα θέματα του σπιτιού, η μαμά-ΠητερΠαν είναι τελείως άμπαλη, με αποτέλεσμα να μεγαλώσεις με ντελίβερυ ή μακαρόνια (στην καλύτερη). Ωστόσο, αυτά τα θεωρεί ανάξια λόγου, γιατί το κυριότερο είναι να υπάρχει αγάπη, με την οποία θα φροντίζει να σε λούζει συστηματικά, ειδικά όταν δε θα το θες. Για αυτή η αγάπη είναι η τρανή απόδειξη του ότι υπάρχει Θεός (έτσι γενικά κι αόριστα) και εσύ το ενστάλαγμά του επί Γης.
ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ: είναι γλυκιά, απρόβλεπτη, και ίσως η μαμά που θα μπορεί να δει τις περισσότερες ταινίες εδώ.
ΤΑ ΚΑΚΑ ΤΗΣ: Θέλεις μητέρα και όχι Τίνκερμπελ.